- προνοητής
- ο, ΝΜΑ, θηλ. προνοήτρια Μ, και προνοετής Α [προνοῶ]νεοελλ.-μσν.1. (κατά τη βενετοκρατία) διοικητής κάθε μιας από τις Ιονίους Νήσους ο οποίος εκλεγόταν ανά διετία από τη βενετική σύγκλητο και είχε στρατιωτική και πολιτική εξουσία2. προνοιάριος*3. φρ. «γενικός προνοητής» — ο προνοητής τής Κέρκυρας, ο οποίος έδινε οδηγίες και έλεγχε τους προνοητές τών υπόλοιπων Ιονίων Νήσωνμσν.-αρχ.αυτός που προνοεί, που φροντίζει για κάτι, ο προστάτης («προνοητὴς ὁ Θεὸς τοῡ κόσμου, οὗ καὶ ποιητής ἐστι», Γρηγ. Ναζ.)αρχ.1. επιστάτης κτήματος2. διαχειριστής («ταμίας και προνοητής», Ερμ. Τρισμ.)3. (σχετικά με δημόσια κτήρια) επιμελητής («προνοητὴς γυμνασίου», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.